καμουφλάρισμα

καμουφλάρισμα
[камуфларизма] ουσ. о. камуфляж,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καμουφλάρισμα" в других словарях:

  • καμουφλάζ — και καμουφλάρισμα, το η κατά τη διάρκεια πολέμου εξωτερική μεταμόρφωση μιας θέσεως ή ενός αντικειμένου, π.χ. χαρακωμάτων, πλοίων, πυροβόλων, στρατιωτικών εγκαταστάσεων κ.λπ., με σκοπό την απόκρυψή τους και την παραπλάνηση τού εχθρού, η παραλλαγή …   Dictionary of Greek

  • μιμητισμός — Η ικανότητα πολλών ζώων και φυτών να παίρνουν μορφές, χρώματα, στάσεις, χαρακτηριστικά άλλων ειδών ή αντικειμένων του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η μίμηση αυτή ενεργεί ως προστατευτικό καμουφλάρισμα, όταν συντελεί στην προστασία από τις επιθέσεις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»